Εισαγωγή
Η σημασία του σουτ στην καλαθοσφαίριση αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για πολλές δεκαετίες. Πολλοί προπονητές (Αναστασιάδης, 1984; Τσίτσκαρης και Χ''αθανασίου, 1992; Zeravitca και Pavlovic, 1990) υποστηρίζουν ότι το σουτ είναι το κυριότερο και το πιο ευχάριστο και πολύτιμο από τα θεμελιώδη στοιχεία του μπάσκετ. Όταν θέλουμε να μάθουμε για ένα παιγνίδι το πρώτο πράγμα που ρωτάμε είναι το σκορ και για την απόδοση κάποιου παίκτη, οι πόντοι που πέτυχε.
Ψάχνοντας το καλό σουτ. Το ποσοστιαίο σουτ διαφέρει σε κάθε παίκτη. Ο προπονητής πρέπει να διαχωρίσει. Εάν μετά από μία ή δύο πάσες το σουτ υπάρχει μη διστάσεις. Εάν όμως χρειάζονται 6-7-8 πάσες για να βρούμε το καλό σουτ πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτές τις πάσες. Θα αναπτύξουμε υπομονή και ευστάθεια. Διαθέτουμε σημαντική ώρα της προπόνησης για να βοηθήσουμε τους παίκτες να συνειδητοποιήσουν τι κάνει η άμυνα. Η άμυνα λέει πάντα πως θα κόψουμε προς το καλάθι και προσπαθούμε να δώσουμε στον παίκτη μια εκλογή κινήσεων σύμφωνα με την άμυνα που θα μας παίξουν. Πρέπει να διδαχθούν τέσσερα σημαντικά πράγματα: 1) επιλογή του σουτ, 2) χειρισμός της μπάλας, 3) ικανότητα του να παίξεις χωρίς τη μπάλα και 4) μαθαίνοντας να δημιουργούμε διαδρόμους προς το καλάθι (Knight, 1985).
Σύμφωνα με τον Nelson (1989), στόχος κάθε ομάδας πρέπει να είναι πάντα η επιδίωξη ενός "καλού σουτ". Καλό σουτ σημαίνει ότι η εκτέλεση έγινε κάτω από τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις και ότι πραγματοποιήθηκε από τον κατάλληλο για την περίσταση παίκτη. Για να επιτύχουμε υψηλά ποσοστά ευστοχίας θα πρέπει να δίνουμε έμφαση σε τέσσερα σημεία: 1) επιδιώκουμε η μπάλα να πάει κοντά στο καλάθι πριν επιδιώξουμε σουτ από την περιφέρεια, 2) μετά την πάσα ο πασέρ κόβει στο καλάθι, 3) τα εξωτερικά σουτ γίνονται από τους καλούς σουτέρ και 4) κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μπασίματα.
Κατά μέσο όρο μία ομάδα καλαθοσφαίρισης πετυχαίνει 15 με 20 πόντους σε κάθε παιχνίδι από την γραμμή των φάουλ. Αριθμός που αντιπροσωπεύει περίπου το 20 % των συνολικών πόντων που πετυχαίνει. Από τότε που η ελεύθερη βολή είναι σχετικά απλή τεχνική που μπορεί άνετα να εκτελεστεί, πρέπει να αναρωτηθείτε γιατί τόσοι πολλοί παίκτες σουτάρουν κατά μέσο όρο όχι περισσότερο από το 50 με 60% στις βολές (Lidor, 1994). Μετά από στατιστική μελέτη 316 αγώνων της Division I του NCAA, ο Pim (1986) έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι ομάδες που σούταραν τις περισσότερες ελεύθερες βολές κέρδισαν το 71.53% των παιχνιδιών και οι Kozar, Vaugh, Whitfield, Lord & Dye (1994) σε 490 αγώνες της Division I του NCAA παρατήρησαν ότι στα τελευταία 5΄ σημειώνεται περίπου το 35% των πόντων από ελεύθερες βολές.
Σύμφωνα με τους Zeravitca και Pavlovic (1990), το σουτ γίνεται πάντα όταν υπάρχει προοπτική να μπει καλάθι και όταν ο συμπαίκτης βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση. Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας, ο οποίος πρέπει να γίνεται σεβαστός: ευκολότερα και πιο σίγουρα πετυχαίνουμε πόντους όταν είμαστε κάτω από το καλάθι. Το σουτ από μεγαλύτερη απόσταση ποτέ δεν πρέπει να αποφασίζεται, εάν προηγουμένως δεν εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες να βρεθεί η μπάλα κάτω από το καλάθι. Όταν αυτό δεν είναι δυνατό, εξαιτίας πιεστικής άμυνας, τότε οι παίκτες αποφασίζουν για σουτ και από τη μέση ή ακόμη και από μεγαλύτερη απόσταση. Από το 1984 που καθιερώθηκε από την FIBA το σουτ τριών πόντων μέχρι το 1993 έχει αυξηθεί στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Εθνικών ομάδων τόσο ο αριθμός τους (4.24 - 6.05 ανά παιχνίδι) όσο και τα ποσοστά ευστοχίας (38% - 43%) (Schmidt & Clausmeyer,1995). Επίσης, βρήκαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές ποσοστιαίες διαφορές στα τρίποντα στα γκρουπ των ομάδων που κατατάχθηκαν στις θέσεις από 1-4 και 5-8, εκτός του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1989 που φυσικά καλύτερα ποσοστά είχαν οι ομάδες που κατατάχθηκαν στις θέσεις από 1-4. Τα τρίποντα οδηγούν σε υψηλότερο σκοράρισμα, βοηθούν την ομάδα που είναι πίσω στο σκορ να επανέλθει στο παιχνίδι, και ανεβάζουν την ψυχολογία των παικτών (Mikes,1988).
Ο Van Gundy, (1993) αναφέρει ότι: "δεν μου αρέσει ο κανόνας του τρίποντου. Πηγαίνει κόντρα σε μία από τις βασικές αρχές του παιχνιδιού δηλαδή να πηγαίνει η μπάλα μέσα, όσο το δυνατόν πιο κοντά στο καλάθι πριν γίνει το σουτ. Ωστόσο, ο κανόνας του τρίποντου είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα μέρος του παιχνιδιού και αφιερώνω πολύ μεγάλο χρόνο στο πως να τον εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Μετά από 7 περιόδους, είμαστε πεπεισμένοι ότι μία από τις καλύτερες περιοχές για το τρίποντο είναι από το μπροστινό μέρος του γηπέδου".
Το γήπεδο χωρίζεται κατά τον Mikes, (1987) σε lay up περιοχή, middle range, top of key, left corner, left baseline, left wing, right corner, right baseline, right wing και back court. Ο Γαλάνης, (1997) στα στατιστικά της Α1 του Ελληνικού Πρωταθλήματος καταγράφει τα σουτ εντός παιδιάς στην αριστερή, κεντρική και δεξιά περιοχή. Οι Hagedorn, Veenhof, Zindel και Kruger, (1991) πρότειναν 10 θέσεις για προπόνηση και αξιολόγηση των σουτέρ που ήταν 3 θέσεις εκτός της γραμμής των 3 πόντων, 2 θέσεις εντός και 5 θέσεις Center (4 θέσεις εκτός της περιοχής των 3΄΄ και μία εντός. Οι Miller και Bartelett, (1993) χώρισαν την περιοχή στις αποστάσεις κοντινή, μεσαία και μακρινή και ανέλυσαν σε 3 ομάδες των 5 σουτέρ η κάθε μία διάφορα κινητικά χαρακτηριστικά του jump shot όπως η ταχύτητα της μπάλας, οι γωνίες αγκώνων και γονάτων και η αλτικότητα των σουτέρ στα jump shot από διαφορετικές αποστάσεις
Η λεπτομερής καταγραφή των τεχνικοτακτικών στοιχείων των ομάδων και η ανάλυση της επίδρασης των παραπάνω στοιχείων στο αποτέλεσμα των αγώνων σχηματίζουν τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις του τρόπου παιχνιδιού των ομάδων και τα κοινά στοιχεία τους χαρακτηρίζουν το στυλ παιχνιδιού. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η καταγραφή και ανάλυση, σε ένα σύνολο αγώνων Καλαθοσφαίρισης, των ειδών σουτ που πραγματοποιούνται καθώς και η αποτελεσματικότητά τους και οι θέσεις εκτέλεσής τους, ώστε ο προπονητής να έχει σαφέστερη εικόνα των σουτ που οδηγούν στη νίκη ή στην ήττα.
Η σημασία του σουτ στην καλαθοσφαίριση αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για πολλές δεκαετίες. Πολλοί προπονητές (Αναστασιάδης, 1984; Τσίτσκαρης και Χ''αθανασίου, 1992; Zeravitca και Pavlovic, 1990) υποστηρίζουν ότι το σουτ είναι το κυριότερο και το πιο ευχάριστο και πολύτιμο από τα θεμελιώδη στοιχεία του μπάσκετ. Όταν θέλουμε να μάθουμε για ένα παιγνίδι το πρώτο πράγμα που ρωτάμε είναι το σκορ και για την απόδοση κάποιου παίκτη, οι πόντοι που πέτυχε.
Ψάχνοντας το καλό σουτ. Το ποσοστιαίο σουτ διαφέρει σε κάθε παίκτη. Ο προπονητής πρέπει να διαχωρίσει. Εάν μετά από μία ή δύο πάσες το σουτ υπάρχει μη διστάσεις. Εάν όμως χρειάζονται 6-7-8 πάσες για να βρούμε το καλό σουτ πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτές τις πάσες. Θα αναπτύξουμε υπομονή και ευστάθεια. Διαθέτουμε σημαντική ώρα της προπόνησης για να βοηθήσουμε τους παίκτες να συνειδητοποιήσουν τι κάνει η άμυνα. Η άμυνα λέει πάντα πως θα κόψουμε προς το καλάθι και προσπαθούμε να δώσουμε στον παίκτη μια εκλογή κινήσεων σύμφωνα με την άμυνα που θα μας παίξουν. Πρέπει να διδαχθούν τέσσερα σημαντικά πράγματα: 1) επιλογή του σουτ, 2) χειρισμός της μπάλας, 3) ικανότητα του να παίξεις χωρίς τη μπάλα και 4) μαθαίνοντας να δημιουργούμε διαδρόμους προς το καλάθι (Knight, 1985).
Σύμφωνα με τον Nelson (1989), στόχος κάθε ομάδας πρέπει να είναι πάντα η επιδίωξη ενός "καλού σουτ". Καλό σουτ σημαίνει ότι η εκτέλεση έγινε κάτω από τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις και ότι πραγματοποιήθηκε από τον κατάλληλο για την περίσταση παίκτη. Για να επιτύχουμε υψηλά ποσοστά ευστοχίας θα πρέπει να δίνουμε έμφαση σε τέσσερα σημεία: 1) επιδιώκουμε η μπάλα να πάει κοντά στο καλάθι πριν επιδιώξουμε σουτ από την περιφέρεια, 2) μετά την πάσα ο πασέρ κόβει στο καλάθι, 3) τα εξωτερικά σουτ γίνονται από τους καλούς σουτέρ και 4) κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μπασίματα.
Κατά μέσο όρο μία ομάδα καλαθοσφαίρισης πετυχαίνει 15 με 20 πόντους σε κάθε παιχνίδι από την γραμμή των φάουλ. Αριθμός που αντιπροσωπεύει περίπου το 20 % των συνολικών πόντων που πετυχαίνει. Από τότε που η ελεύθερη βολή είναι σχετικά απλή τεχνική που μπορεί άνετα να εκτελεστεί, πρέπει να αναρωτηθείτε γιατί τόσοι πολλοί παίκτες σουτάρουν κατά μέσο όρο όχι περισσότερο από το 50 με 60% στις βολές (Lidor, 1994). Μετά από στατιστική μελέτη 316 αγώνων της Division I του NCAA, ο Pim (1986) έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι ομάδες που σούταραν τις περισσότερες ελεύθερες βολές κέρδισαν το 71.53% των παιχνιδιών και οι Kozar, Vaugh, Whitfield, Lord & Dye (1994) σε 490 αγώνες της Division I του NCAA παρατήρησαν ότι στα τελευταία 5΄ σημειώνεται περίπου το 35% των πόντων από ελεύθερες βολές.
Σύμφωνα με τους Zeravitca και Pavlovic (1990), το σουτ γίνεται πάντα όταν υπάρχει προοπτική να μπει καλάθι και όταν ο συμπαίκτης βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση. Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας, ο οποίος πρέπει να γίνεται σεβαστός: ευκολότερα και πιο σίγουρα πετυχαίνουμε πόντους όταν είμαστε κάτω από το καλάθι. Το σουτ από μεγαλύτερη απόσταση ποτέ δεν πρέπει να αποφασίζεται, εάν προηγουμένως δεν εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες να βρεθεί η μπάλα κάτω από το καλάθι. Όταν αυτό δεν είναι δυνατό, εξαιτίας πιεστικής άμυνας, τότε οι παίκτες αποφασίζουν για σουτ και από τη μέση ή ακόμη και από μεγαλύτερη απόσταση. Από το 1984 που καθιερώθηκε από την FIBA το σουτ τριών πόντων μέχρι το 1993 έχει αυξηθεί στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Εθνικών ομάδων τόσο ο αριθμός τους (4.24 - 6.05 ανά παιχνίδι) όσο και τα ποσοστά ευστοχίας (38% - 43%) (Schmidt & Clausmeyer,1995). Επίσης, βρήκαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές ποσοστιαίες διαφορές στα τρίποντα στα γκρουπ των ομάδων που κατατάχθηκαν στις θέσεις από 1-4 και 5-8, εκτός του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1989 που φυσικά καλύτερα ποσοστά είχαν οι ομάδες που κατατάχθηκαν στις θέσεις από 1-4. Τα τρίποντα οδηγούν σε υψηλότερο σκοράρισμα, βοηθούν την ομάδα που είναι πίσω στο σκορ να επανέλθει στο παιχνίδι, και ανεβάζουν την ψυχολογία των παικτών (Mikes,1988).
Ο Van Gundy, (1993) αναφέρει ότι: "δεν μου αρέσει ο κανόνας του τρίποντου. Πηγαίνει κόντρα σε μία από τις βασικές αρχές του παιχνιδιού δηλαδή να πηγαίνει η μπάλα μέσα, όσο το δυνατόν πιο κοντά στο καλάθι πριν γίνει το σουτ. Ωστόσο, ο κανόνας του τρίποντου είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα μέρος του παιχνιδιού και αφιερώνω πολύ μεγάλο χρόνο στο πως να τον εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Μετά από 7 περιόδους, είμαστε πεπεισμένοι ότι μία από τις καλύτερες περιοχές για το τρίποντο είναι από το μπροστινό μέρος του γηπέδου".
Το γήπεδο χωρίζεται κατά τον Mikes, (1987) σε lay up περιοχή, middle range, top of key, left corner, left baseline, left wing, right corner, right baseline, right wing και back court. Ο Γαλάνης, (1997) στα στατιστικά της Α1 του Ελληνικού Πρωταθλήματος καταγράφει τα σουτ εντός παιδιάς στην αριστερή, κεντρική και δεξιά περιοχή. Οι Hagedorn, Veenhof, Zindel και Kruger, (1991) πρότειναν 10 θέσεις για προπόνηση και αξιολόγηση των σουτέρ που ήταν 3 θέσεις εκτός της γραμμής των 3 πόντων, 2 θέσεις εντός και 5 θέσεις Center (4 θέσεις εκτός της περιοχής των 3΄΄ και μία εντός. Οι Miller και Bartelett, (1993) χώρισαν την περιοχή στις αποστάσεις κοντινή, μεσαία και μακρινή και ανέλυσαν σε 3 ομάδες των 5 σουτέρ η κάθε μία διάφορα κινητικά χαρακτηριστικά του jump shot όπως η ταχύτητα της μπάλας, οι γωνίες αγκώνων και γονάτων και η αλτικότητα των σουτέρ στα jump shot από διαφορετικές αποστάσεις
Η λεπτομερής καταγραφή των τεχνικοτακτικών στοιχείων των ομάδων και η ανάλυση της επίδρασης των παραπάνω στοιχείων στο αποτέλεσμα των αγώνων σχηματίζουν τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις του τρόπου παιχνιδιού των ομάδων και τα κοινά στοιχεία τους χαρακτηρίζουν το στυλ παιχνιδιού. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η καταγραφή και ανάλυση, σε ένα σύνολο αγώνων Καλαθοσφαίρισης, των ειδών σουτ που πραγματοποιούνται καθώς και η αποτελεσματικότητά τους και οι θέσεις εκτέλεσής τους, ώστε ο προπονητής να έχει σαφέστερη εικόνα των σουτ που οδηγούν στη νίκη ή στην ήττα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου