Oταν η Α2 ήταν το θεμέλιο του μπάσκετ Η μεγάλη... μικρή κατηγορία σταμάτησε να παράγει ομάδες και παίκτες με αποτέλεσμα το άθλημα να χάσει το οξυγόνο τουΤου Γιωργου ΒαλαβανηΗ «έκρηξη» δημοφιλίας που γνώρισε το ελληνικό μπάσκετ από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ειδικά ο σφιχτός «εναγκαλισμός» του αθλήματος με την κοινωνία από το έπος του ’87, προκάλεσε την αναγκαιότητα δημιουργίας της Α2 κατηγορίας, η οποία είχε πολλά κοινά και συγκρίσιμα στοιχεία δυναμικότητας και ανταγωνισμού με την Α1.Πολλές γειτονιές και δήμοι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, βρήκαν την ευκαιρία, μέσω της Α2, να αναβαθμίσουν τους συλλόγους μπάσκετ ή να δημιουργήσουν εκ θεμελίων, ομάδες που εξελίχθηκαν σε σήμα κατατεθέν της πόλης. Αυτές οι ομάδες κέρδισαν το ενδιαφέρον των δημοτών και των πολιτών, έναντι της ποδοσφαιρικής ομάδας, όπου υπήρχε, και έγιναν το «καμάρι» τους. Ωστόσο η διατήρησή τους στα λαμπερά «σαλόνια» της Α1 κατηγορίας, ήταν βραχεία. Το επαγγελματικό πλαίσιο του πρωταθλήματος της Α1, από την περίοδο 1991-92, με την ίδρυση του ΕΣΑΚΕ και τη μετατροπή των ομάδων σε ΤΑΚ και αργότερα σε ΚΑΕ, οδήγησε την πλειοψηφία αυτών των ομάδων στην επιστροφή τους στην Α2, αλλά και ακόμα χαμηλότερα, με συνεχείς υποβιβασμούς μέχρι τα τοπικά, ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, όπως συνέβη με τον Ιωνικό Νικαίας, τους Αμπελόκηπους, τον ΒΑΟ, τον ΠΑΟΔ κι άλλες ομάδες που αναπολούν τη λαμπρότερη ιστορία τους.Η έλλειψη ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας, η απουσία κάποιου ισχυρού φυσικού προσώπου, αλλά κυρίως η διακοπή της ανάδειξης ταλαντούχων παικτών από τις ακαδημίες, είναι οι τρεις κυριότερες αιτίες της «καταδίκης» στη μιζέρια και στην απαξίωση που έχουν υποστεί, πλέον, οι ομάδες της Α2 κατηγορίας.Ο κόσμος της Α2 ήταν «θαυμαστός» για περίπου 15 χρόνια. Στις εξέδρες των γηπέδων του Μετς, της Νίκαιας, της Νέας Φιλαδελφείας, του Μίλωνα, της Κομοτηνής, του Παπάγου, της Καισαριανής, του Σπόρτιγκ, του Εσπέρου και πολλών άλλων, είχαν εισιτήριο... διαρκείας οι φανατικοί φίλοι και θαυμαστές που έβλεπαν πρώτοι τον εκάστοτε ταλαντούχο παίκτη, ο οποίος θα γινόταν ύστερα από μερικά χρόνια, διάσημος στην Α1 κατηγορία.Eπαψε να είναι το «φυτώριο» παικτώνΗ απάντηση στο γιατί η «ραχοκοκαλιά» της άλλοτε κραταιάς Α2 κατηγορίας, χάθηκε στο πέρασμα της τελευταίας δεκαετίας, παρά την άνοδο των ομάδων, ακόμα και στο πρωτάθλημα της Α1, είναι πολύπλευρη. Η φαινομενικά εύκολη αιτιολόγηση για τον αγωνιστικό «κατήφορο» αυτών των ομάδων που ξεπερνούσαν τις δεκαπέντε και έφτασαν να αγωνίζονται στα πρωταθλήματα της Γ΄ Εθνικής κατηγορίας, είναι στον οικονομικό κλοιό που άρχισε να σφίγγει όταν το μπάσκετ έγινε άκρως επαγγελματικό.Hταν ανέφικτο για ομάδες των γειτονιών και των δήμων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να μπορούσαν να... «επιπλεύσουν» στον οικονομικό «ωκεανό» που δημιουργήθηκε από τις υποχρεώσεις που είχε η διατήρηση των τμημάτων Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών και πολύ περισσότερο των ΚΑΕ (ανώνυμες εταιρείες). Ομως, το ποιοτικό επίπεδο της Α2 κατηγορίας που εξέπεμπε μια ξεχωριστή και σε αρκετές περιόδους, μεγαλύτερη «μαγεία» από αυτή της Α1, έπεσε κατακόρυφα, λόγω της λειψανδρίας που έχει σημειωθεί σε ταλαντούχους παίκτες.Η Α2 κατηγορία έπαψε να λειτουργεί ως άτυπο «φυτώριο» της Α1 και να αποτελεί το εφαλτήριο για κάθε παίκτη που έχει σημαντική προοπτική να αρχίσει την καριέρα του από το μικρότερο πρωτάθλημα και να κινήσει το μεταγραφικό ενδιαφέρον για τις ομάδες.«Η Α2 είναι το καλύτερο σχολείο για κάθε παίκτη του μπάσκετ και η Α1 αποτελεί το πανεπιστήμιό του. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθει τα βασικά στην Α2 κατηγορία» έλεγε παλιότερα ο Κώστας Σορώτος που έχει «φάει με το κουτάλι» το συγκεκριμένο πρωτάθλημα και έχει καθίσει σε έξι διαφορετικούς πάγκους ομάδων.Το Παγκράτι, ο Σπόρτιγκ, ο Ιωνικός Νικαίας, ο Ιωνικός Ν. Φιλαδελφείας, οι Αμπελόκηποι, ο Παπάγου, η Νήαρ Hστ, ο Μίλωνας, ο Εσπερος, η Δάφνη και το Παλαιό Φάληρο ήταν οι ομάδες της Αθήνας που ήταν το «κύτταρο» του ελληνικού μπάσκετ και αναζωογονούσαν την Α1 κατηγορία, ενώ στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, τον ίδιο χαρακτηρισμό και αποστολή, είχαν ο Φίλιππος Βεροίας, ο ΓΑΣ Κομοτηνής, η ΜΕΝΤ, ο ΚΑΟ Δράμας και ο ΒΑΟ. Η άντληση των ταλαντούχων παιδιών γινόταν στις γειτονιές, ενώ υπήρχε συστηματική και αδιάκοπη δουλειά στις ακαδημίες κάθε αθλητικού συλλόγου που έβαζε ως προτεραιότητά του τη βελτίωση των τμημάτων μπάσκετ σε όλες τις κατηγορίες, με αποτέλεσμα η ανδρική ομάδα να είναι αυτοσυντήρητη και να αναδεικνύει παίκτες που ήθελαν να συνδέσουν το όνομα και την καριέρα τους με την πορεία της ομάδας τους.Τα τελευταία χρόνια στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας γίνεται ανακύκλωση παικτών στις περισσότερες ομάδες, οι οποίες δεν μπορούν να διατηρήσουν τον ίδιο «κορμό» και κυρίως δεν ανανεώνονται από τις ακαδημίες τους, ενώ στερούνται και προπονητών, οι οποίοι θα ήθελαν να δουλέψουν πίσω από τη «βιτρίνα» και με λίγα χρήματα.«Η μη συμμετοχή ξένων είχε βοηθήσει τα μέγιστα»Το επίτευγμα των Αμπελοκήπων, στην «καρδιά» της Αθήνας, παραμένει ακατάρριπτο και είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς που γινόταν πίσω από τη «βιτρίνα» του μπάσκετ. Σε έξι χρόνια, οι Αμπελόκηποι κέρδισαν την άνοδό τους σε έξι κατηγορίες και αρχίζοντας από τη Β΄ κατηγορία του τοπικού πρωταθλήματος, έφτασαν στα «σαλόνια» της Α1 κατηγορίας.Ο Γιώργος Καλαφατάκης ήταν ο προπονητής που οδήγησε τους Αμπελοκήπους στην «εκτόξευσή» τους και πολλές φορές θυμάται τις στιγμές που βίωσε, όταν συνάντησε μόλις πέντε παίκτες σε μια παιδική χαρά κι όταν έφυγε από την ομάδα, υπήρχαν δελτία 200 παικτών!«Η Α2 κατηγορία, ειδικά στη δεκαετία του ’90, ήταν πολύ δυνατή, ανταγωνιστική και σε πολλά συγκρίσιμα στοιχεία, εφάμιλλη με την Α1 κατηγορία. Το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή ξένων και κοινοτικών παικτών βοήθησε τα μέγιστα, ώστε το πρωτάθλημά της να είναι αμιγώς ελληνικό. Ο φίλαθλος έβλεπε μόνο τους Ελληνες παίκτες που ήταν πολύ εξελίξιμοι. Οι πόρτες της Α1 κατηγορίας ήταν “στενές” για τους Ελληνες παίκτες, γιατί επικρατούσε η μόδα των κοινοτικών, αμφιλεγόμενης αξίας και ποιότητας, με αποτέλεσμα η Α2 να είναι αγαπημένη κατηγορία των Ελλήνων παικτών», λέει ο Καλαφατάκης και κάνοντας σύγκριση με τη σημερινή εποχή, η «στροφή» των ομάδων σ’ Eλληνες παίκτες δεν γίνεται λόγω συγκεκριμένης φιλοσοφίας, αλλά λόγω οικονομικής λιτότητας.«Υπήρχε ένα πολύ διαφορετικό “χρώμα” στην Α2 κατηγορία. Η μεγάλη διαφορά εκείνης της δεκαετίας με το “τώρα” είναι η έλλειψη φανατισμένων παραγόντων που είχαν πολύ μεράκι, φιλότιμο και αγάπη για την ομάδα τους. Αν προσέξετε τις ομάδες που μεσουράνησαν στην Α2 κατηγορία και φυσικά έπαιξαν και στην Α1, συνδέονται με το επώνυμο ενός παράγοντα που ήταν το “άλφα και το ωμέγα” της ομάδας».Οσο για το τι άλλαξε στην πορεία; «Δεν πιστεύω ότι επειδή το μπάσκετ έγινε επαγγελματικό, “χάθηκαν” αυτές οι ομάδες. Σίγουρα, άλλο είναι η ανώνυμη εταιρεία και άλλο το αθλητικό σωματείο, αλλά η λάμψη του μπάσκετ “μαγνήτισε” αφερέγγυα άτομα που ήθελαν να ασχοληθούν με το μπάσκετ με τη νοοτροπία της “αρπαχτής”. Δεν υπήρξε, όμως, και η διάθεση προπονητών και παικτών να δουλέψουν στην Α2 κατηγορία. Οι περισσότεροι “κυνηγούσαν”, ματαίως, τη δόξα της Α1...», τόνισε ο έμπειρος προπονητής.«Δεν θέλαμε να τελειώνουν οι αγώνες»«Οι αγώνες της Α2 κατηγορίας ήταν τόσο ωραίοι που μερικές φορές τελείωναν και θέλαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε. Και οι νικητές και οι ηττημένοι. Ο Ιωνικός έφτασε πολύ ψηλά, ίσως και ψηλότερα απ’ ό,τι άντεχε, αλλά σίγουρα δεν αξίζει να είναι και τόσο χαμηλά».Ο Λάκης Περτέσης αναπολεί τον μεγάλο Ιωνικό Νικαίας, τα πρωταθλήματα της άλλοτε κραταιάς Α2 κατηγορίας και σκέφτεται ότι όπως ο καλός κύκλος κάποτε «έκλεισε» για την ομάδα–καμάρι της Νίκαιας, έτσι θα συμβεί και με τον κακό κύκλο που εξακολουθεί να διανύει. «Ο Ιωνικός συγκαταλέγεται στις ομάδες που έπαιξαν το καλύτερο μπάσκετ. Και τώρα με “γεμίζει” μόνο πίκρα και στενοχώρια! Δεν αντέχω να βλέπω τον Ιωνικό να παίζει στο τοπικό πρωτάθλημα και, φυσικά, η ιστορία του προστάζει να είναι πολύ ψηλότερα. Iσως, κάποια ημέρα “ξυπνήσει” ο Γιαννάκης και ηγηθεί της προσπάθειας να επιστρέψει ο Ιωνικός εκεί όπου του αξίζει και τον αφήσαμε όλοι οι παλιότεροι παίκτες, προπονητές και παράγοντες», λέει με αισιοδοξία ο Λάκης Περτέσης που δεν... αντέχει να βλέπει τον Ιωνικό σε περισσότερα από 3 - 4 παιχνίδια κάθε χρόνο. «Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη ομοψυχία, οικογενειακό κλίμα και “δέσιμο” της ομάδας με τον κόσμο. Μπορεί να είχα πετύχει 30 πόντους και να είχε χάσει ο Ιωνικός. Eβγαινα από το σπίτι, όμως, ύστερα από τρεις ημέρες. Η Α2 ήταν και είναι το γνήσιο ελληνικό πρωτάθλημα. Σίγουρα, το επίπεδο είναι πολύ χαμηλότερο για τρεις λόγους. Πρώτον, λείπουν τα χρήματα που είναι, αναπόφευκτα, πλέον ο κινητήριος μοχλός, ενώ τότε παίζαμε για πολύ λιγότερα χρήματα. Δεύτερον, οι προπονητές τότε δούλευαν κάτω από αντίξοες συνθήκες και σε βάθος με τα παιδικοεφηβικά τμήματα, ενώ τώρα είναι περισσότερο επαγγελματίες. Τρίτον, το μπάσκετ δεν προσελκύει πολλά παιδιά. Τότε, η Α2 ήταν ο προθάλαμος της Α1 κατηγορίας και οι ομάδες κρατούσαν τον “κορμό” σπουδαίων παικτών που ήταν “κράχτες” και για το παιδί κάθε γειτονιάς».«Τώρα νιώθουν ότι χάνουν τον χρόνο τους»«Το μπάσκετ έγινε τρόπος ζωής και το πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας έφερνε κόσμο στο γήπεδο, γιατί έβλεπε τους νέους παίκτες να αγωνίζονται, τον παράγοντα-σημαία να κάθεται στην άκρη του πάγκου και να αγωνιά για την ομάδα του και τον προπονητή να είναι το πρόσωπο-ορόσημο της ομάδας. Ολα ήταν πολύ διαφορετικά, πιο απλά, πιο όμορφα».Ο Ντίνος Καλαμπάκος δεν χρειάζεται πολλές... συστάσεις. Στο Παγκράτι και στο Μετς είναι ένας από τους παίκτες που συμβολίζουν την ιστορία της ομάδας μπάσκετ, η οποία έφτασε μέχρι τη Γ΄ Εθνική και έμεινε για 9 χρόνια, έως ότου πήρε πάλι ανοδική πορεία.«Η δουλειά που γινόταν στις υποδομές ήταν η μεγάλη δύναμη κάθε ομάδας. Επειδή ήταν η μοναδική διέξοδος για να αναδειχθούν παίκτες, παίκτες και προπονητές δούλευαν για πολλά χρόνια μαζί. Ο παίκτης ήξερε ότι ήταν πολύ δύσκολο να φύγει και προτιμούσε να μείνει στην ίδια ομάδα και μαζί της να φτάσει ψηλά την καριέρα του. Γουστάραμε πολύ, όμως, να παίζουμε μπάσκετ, να συζητάμε συνέχεια για μπάσκετ και το μεγάλο κέρδος της δικής μου γενιάς, τουλάχιστον, είναι ότι έμειναν οι παρέες, οι φίλοι και η ανάμνηση των ξένοιαστων χρόνων», λέει ο Καλαμπάκος που δουλεύει στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας, από τη θέση του προπονητή και 15 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του ως παίκτης. «Ας μη γελιόμαστε. Τώρα, το μπάσκετ είναι πολύ διαφορετικό. Υπάρχει ο μάνατζερ, ο πατέρας που είναι και... μάνατζερ, ο παράγοντας που μπαίνει στον χώρο και δεν έχει την υπομονή να μείνει περισσότερο από 4-5 χρόνια γιατί προφανώς ψάχνει το γρήγορο κέρδος. Είναι βέβαια και δύσκολο να συντηρείται μια ομάδα στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας με προϋπολογισμό 300.000 ευρώ, αλλά αν όλα γίνονταν με μεγαλύτερο μεράκι και χωρίς να νιώθουν όλοι ότι χάνουν τον χρόνο τους και δεν κερδίζουν χρήματα, το επίπεδο και της Α2 κατηγορίας, θα ήταν καλύτερο. Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, αν επιστρέψουμε στην παραγωγική διαδικασία με το κόστος της υπομονής και της επιμονής που χρειάζεται».
Oταν η Α2 ήταν το θεμέλιο του μπάσκετ
Η μεγάλη... μικρή κατηγορία σταμάτησε να παράγει ομάδες και παίκτες με αποτέλεσμα το άθλημα να χάσει το οξυγόνο του
Του Γιωργου Βαλαβανη
Η «έκρηξη» δημοφιλίας που γνώρισε το ελληνικό μπάσκετ από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ειδικά ο σφιχτός «εναγκαλισμός» του αθλήματος με την κοινωνία από το έπος του ’87, προκάλεσε την αναγκαιότητα δημιουργίας της Α2 κατηγορίας, η οποία είχε πολλά κοινά και συγκρίσιμα στοιχεία δυναμικότητας και ανταγωνισμού με την Α1.
Πολλές γειτονιές και δήμοι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, βρήκαν την ευκαιρία, μέσω της Α2, να αναβαθμίσουν τους συλλόγους μπάσκετ ή να δημιουργήσουν εκ θεμελίων, ομάδες που εξελίχθηκαν σε σήμα κατατεθέν της πόλης. Αυτές οι ομάδες κέρδισαν το ενδιαφέρον των δημοτών και των πολιτών, έναντι της ποδοσφαιρικής ομάδας, όπου υπήρχε, και έγιναν το «καμάρι» τους. Ωστόσο η διατήρησή τους στα λαμπερά «σαλόνια» της Α1 κατηγορίας, ήταν βραχεία. Το επαγγελματικό πλαίσιο του πρωταθλήματος της Α1, από την περίοδο 1991-92, με την ίδρυση του ΕΣΑΚΕ και τη μετατροπή των ομάδων σε ΤΑΚ και αργότερα σε ΚΑΕ, οδήγησε την πλειοψηφία αυτών των ομάδων στην επιστροφή τους στην Α2, αλλά και ακόμα χαμηλότερα, με συνεχείς υποβιβασμούς μέχρι τα τοπικά, ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, όπως συνέβη με τον Ιωνικό Νικαίας, τους Αμπελόκηπους, τον ΒΑΟ, τον ΠΑΟΔ κι άλλες ομάδες που αναπολούν τη λαμπρότερη ιστορία τους.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας, η απουσία κάποιου ισχυρού φυσικού προσώπου, αλλά κυρίως η διακοπή της ανάδειξης ταλαντούχων παικτών από τις ακαδημίες, είναι οι τρεις κυριότερες αιτίες της «καταδίκης» στη μιζέρια και στην απαξίωση που έχουν υποστεί, πλέον, οι ομάδες της Α2 κατηγορίας.
Ο κόσμος της Α2 ήταν «θαυμαστός» για περίπου 15 χρόνια. Στις εξέδρες των γηπέδων του Μετς, της Νίκαιας, της Νέας Φιλαδελφείας, του Μίλωνα, της Κομοτηνής, του Παπάγου, της Καισαριανής, του Σπόρτιγκ, του Εσπέρου και πολλών άλλων, είχαν εισιτήριο... διαρκείας οι φανατικοί φίλοι και θαυμαστές που έβλεπαν πρώτοι τον εκάστοτε ταλαντούχο παίκτη, ο οποίος θα γινόταν ύστερα από μερικά χρόνια, διάσημος στην Α1 κατηγορία.
Eπαψε να είναι το «φυτώριο» παικτών
Η απάντηση στο γιατί η «ραχοκοκαλιά» της άλλοτε κραταιάς Α2 κατηγορίας, χάθηκε στο πέρασμα της τελευταίας δεκαετίας, παρά την άνοδο των ομάδων, ακόμα και στο πρωτάθλημα της Α1, είναι πολύπλευρη. Η φαινομενικά εύκολη αιτιολόγηση για τον αγωνιστικό «κατήφορο» αυτών των ομάδων που ξεπερνούσαν τις δεκαπέντε και έφτασαν να αγωνίζονται στα πρωταθλήματα της Γ΄ Εθνικής κατηγορίας, είναι στον οικονομικό κλοιό που άρχισε να σφίγγει όταν το μπάσκετ έγινε άκρως επαγγελματικό.
Hταν ανέφικτο για ομάδες των γειτονιών και των δήμων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να μπορούσαν να... «επιπλεύσουν» στον οικονομικό «ωκεανό» που δημιουργήθηκε από τις υποχρεώσεις που είχε η διατήρηση των τμημάτων Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών και πολύ περισσότερο των ΚΑΕ (ανώνυμες εταιρείες). Ομως, το ποιοτικό επίπεδο της Α2 κατηγορίας που εξέπεμπε μια ξεχωριστή και σε αρκετές περιόδους, μεγαλύτερη «μαγεία» από αυτή της Α1, έπεσε κατακόρυφα, λόγω της λειψανδρίας που έχει σημειωθεί σε ταλαντούχους παίκτες.
Η Α2 κατηγορία έπαψε να λειτουργεί ως άτυπο «φυτώριο» της Α1 και να αποτελεί το εφαλτήριο για κάθε παίκτη που έχει σημαντική προοπτική να αρχίσει την καριέρα του από το μικρότερο πρωτάθλημα και να κινήσει το μεταγραφικό ενδιαφέρον για τις ομάδες.
«Η Α2 είναι το καλύτερο σχολείο για κάθε παίκτη του μπάσκετ και η Α1 αποτελεί το πανεπιστήμιό του. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθει τα βασικά στην Α2 κατηγορία» έλεγε παλιότερα ο Κώστας Σορώτος που έχει «φάει με το κουτάλι» το συγκεκριμένο πρωτάθλημα και έχει καθίσει σε έξι διαφορετικούς πάγκους ομάδων.
Το Παγκράτι, ο Σπόρτιγκ, ο Ιωνικός Νικαίας, ο Ιωνικός Ν. Φιλαδελφείας, οι Αμπελόκηποι, ο Παπάγου, η Νήαρ Hστ, ο Μίλωνας, ο Εσπερος, η Δάφνη και το Παλαιό Φάληρο ήταν οι ομάδες της Αθήνας που ήταν το «κύτταρο» του ελληνικού μπάσκετ και αναζωογονούσαν την Α1 κατηγορία, ενώ στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, τον ίδιο χαρακτηρισμό και αποστολή, είχαν ο Φίλιππος Βεροίας, ο ΓΑΣ Κομοτηνής, η ΜΕΝΤ, ο ΚΑΟ Δράμας και ο ΒΑΟ. Η άντληση των ταλαντούχων παιδιών γινόταν στις γειτονιές, ενώ υπήρχε συστηματική και αδιάκοπη δουλειά στις ακαδημίες κάθε αθλητικού συλλόγου που έβαζε ως προτεραιότητά του τη βελτίωση των τμημάτων μπάσκετ σε όλες τις κατηγορίες, με αποτέλεσμα η ανδρική ομάδα να είναι αυτοσυντήρητη και να αναδεικνύει παίκτες που ήθελαν να συνδέσουν το όνομα και την καριέρα τους με την πορεία της ομάδας τους.
Τα τελευταία χρόνια στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας γίνεται ανακύκλωση παικτών στις περισσότερες ομάδες, οι οποίες δεν μπορούν να διατηρήσουν τον ίδιο «κορμό» και κυρίως δεν ανανεώνονται από τις ακαδημίες τους, ενώ στερούνται και προπονητών, οι οποίοι θα ήθελαν να δουλέψουν πίσω από τη «βιτρίνα» και με λίγα χρήματα.
«Η μη συμμετοχή ξένων είχε βοηθήσει τα μέγιστα»
Το επίτευγμα των Αμπελοκήπων, στην «καρδιά» της Αθήνας, παραμένει ακατάρριπτο και είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς που γινόταν πίσω από τη «βιτρίνα» του μπάσκετ. Σε έξι χρόνια, οι Αμπελόκηποι κέρδισαν την άνοδό τους σε έξι κατηγορίες και αρχίζοντας από τη Β΄ κατηγορία του τοπικού πρωταθλήματος, έφτασαν στα «σαλόνια» της Α1 κατηγορίας.
Ο Γιώργος Καλαφατάκης ήταν ο προπονητής που οδήγησε τους Αμπελοκήπους στην «εκτόξευσή» τους και πολλές φορές θυμάται τις στιγμές που βίωσε, όταν συνάντησε μόλις πέντε παίκτες σε μια παιδική χαρά κι όταν έφυγε από την ομάδα, υπήρχαν δελτία 200 παικτών!
«Η Α2 κατηγορία, ειδικά στη δεκαετία του ’90, ήταν πολύ δυνατή, ανταγωνιστική και σε πολλά συγκρίσιμα στοιχεία, εφάμιλλη με την Α1 κατηγορία. Το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή ξένων και κοινοτικών παικτών βοήθησε τα μέγιστα, ώστε το πρωτάθλημά της να είναι αμιγώς ελληνικό. Ο φίλαθλος έβλεπε μόνο τους Ελληνες παίκτες που ήταν πολύ εξελίξιμοι. Οι πόρτες της Α1 κατηγορίας ήταν “στενές” για τους Ελληνες παίκτες, γιατί επικρατούσε η μόδα των κοινοτικών, αμφιλεγόμενης αξίας και ποιότητας, με αποτέλεσμα η Α2 να είναι αγαπημένη κατηγορία των Ελλήνων παικτών», λέει ο Καλαφατάκης και κάνοντας σύγκριση με τη σημερινή εποχή, η «στροφή» των ομάδων σ’ Eλληνες παίκτες δεν γίνεται λόγω συγκεκριμένης φιλοσοφίας, αλλά λόγω οικονομικής λιτότητας.
«Υπήρχε ένα πολύ διαφορετικό “χρώμα” στην Α2 κατηγορία. Η μεγάλη διαφορά εκείνης της δεκαετίας με το “τώρα” είναι η έλλειψη φανατισμένων παραγόντων που είχαν πολύ μεράκι, φιλότιμο και αγάπη για την ομάδα τους. Αν προσέξετε τις ομάδες που μεσουράνησαν στην Α2 κατηγορία και φυσικά έπαιξαν και στην Α1, συνδέονται με το επώνυμο ενός παράγοντα που ήταν το “άλφα και το ωμέγα” της ομάδας».
Οσο για το τι άλλαξε στην πορεία; «Δεν πιστεύω ότι επειδή το μπάσκετ έγινε επαγγελματικό, “χάθηκαν” αυτές οι ομάδες. Σίγουρα, άλλο είναι η ανώνυμη εταιρεία και άλλο το αθλητικό σωματείο, αλλά η λάμψη του μπάσκετ “μαγνήτισε” αφερέγγυα άτομα που ήθελαν να ασχοληθούν με το μπάσκετ με τη νοοτροπία της “αρπαχτής”. Δεν υπήρξε, όμως, και η διάθεση προπονητών και παικτών να δουλέψουν στην Α2 κατηγορία. Οι περισσότεροι “κυνηγούσαν”, ματαίως, τη δόξα της Α1...», τόνισε ο έμπειρος προπονητής.
«Δεν θέλαμε να τελειώνουν οι αγώνες»
«Οι αγώνες της Α2 κατηγορίας ήταν τόσο ωραίοι που μερικές φορές τελείωναν και θέλαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε. Και οι νικητές και οι ηττημένοι. Ο Ιωνικός έφτασε πολύ ψηλά, ίσως και ψηλότερα απ’ ό,τι άντεχε, αλλά σίγουρα δεν αξίζει να είναι και τόσο χαμηλά».
Ο Λάκης Περτέσης αναπολεί τον μεγάλο Ιωνικό Νικαίας, τα πρωταθλήματα της άλλοτε κραταιάς Α2 κατηγορίας και σκέφτεται ότι όπως ο καλός κύκλος κάποτε «έκλεισε» για την ομάδα–καμάρι της Νίκαιας, έτσι θα συμβεί και με τον κακό κύκλο που εξακολουθεί να διανύει. «Ο Ιωνικός συγκαταλέγεται στις ομάδες που έπαιξαν το καλύτερο μπάσκετ. Και τώρα με “γεμίζει” μόνο πίκρα και στενοχώρια! Δεν αντέχω να βλέπω τον Ιωνικό να παίζει στο τοπικό πρωτάθλημα και, φυσικά, η ιστορία του προστάζει να είναι πολύ ψηλότερα. Iσως, κάποια ημέρα “ξυπνήσει” ο Γιαννάκης και ηγηθεί της προσπάθειας να επιστρέψει ο Ιωνικός εκεί όπου του αξίζει και τον αφήσαμε όλοι οι παλιότεροι παίκτες, προπονητές και παράγοντες», λέει με αισιοδοξία ο Λάκης Περτέσης που δεν... αντέχει να βλέπει τον Ιωνικό σε περισσότερα από 3 - 4 παιχνίδια κάθε χρόνο. «Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη ομοψυχία, οικογενειακό κλίμα και “δέσιμο” της ομάδας με τον κόσμο. Μπορεί να είχα πετύχει 30 πόντους και να είχε χάσει ο Ιωνικός. Eβγαινα από το σπίτι, όμως, ύστερα από τρεις ημέρες. Η Α2 ήταν και είναι το γνήσιο ελληνικό πρωτάθλημα. Σίγουρα, το επίπεδο είναι πολύ χαμηλότερο για τρεις λόγους. Πρώτον, λείπουν τα χρήματα που είναι, αναπόφευκτα, πλέον ο κινητήριος μοχλός, ενώ τότε παίζαμε για πολύ λιγότερα χρήματα. Δεύτερον, οι προπονητές τότε δούλευαν κάτω από αντίξοες συνθήκες και σε βάθος με τα παιδικοεφηβικά τμήματα, ενώ τώρα είναι περισσότερο επαγγελματίες. Τρίτον, το μπάσκετ δεν προσελκύει πολλά παιδιά. Τότε, η Α2 ήταν ο προθάλαμος της Α1 κατηγορίας και οι ομάδες κρατούσαν τον “κορμό” σπουδαίων παικτών που ήταν “κράχτες” και για το παιδί κάθε γειτονιάς».
«Τώρα νιώθουν ότι χάνουν τον χρόνο τους»
«Το μπάσκετ έγινε τρόπος ζωής και το πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας έφερνε κόσμο στο γήπεδο, γιατί έβλεπε τους νέους παίκτες να αγωνίζονται, τον παράγοντα-σημαία να κάθεται στην άκρη του πάγκου και να αγωνιά για την ομάδα του και τον προπονητή να είναι το πρόσωπο-ορόσημο της ομάδας. Ολα ήταν πολύ διαφορετικά, πιο απλά, πιο όμορφα».
Ο Ντίνος Καλαμπάκος δεν χρειάζεται πολλές... συστάσεις. Στο Παγκράτι και στο Μετς είναι ένας από τους παίκτες που συμβολίζουν την ιστορία της ομάδας μπάσκετ, η οποία έφτασε μέχρι τη Γ΄ Εθνική και έμεινε για 9 χρόνια, έως ότου πήρε πάλι ανοδική πορεία.
«Η δουλειά που γινόταν στις υποδομές ήταν η μεγάλη δύναμη κάθε ομάδας. Επειδή ήταν η μοναδική διέξοδος για να αναδειχθούν παίκτες, παίκτες και προπονητές δούλευαν για πολλά χρόνια μαζί. Ο παίκτης ήξερε ότι ήταν πολύ δύσκολο να φύγει και προτιμούσε να μείνει στην ίδια ομάδα και μαζί της να φτάσει ψηλά την καριέρα του. Γουστάραμε πολύ, όμως, να παίζουμε μπάσκετ, να συζητάμε συνέχεια για μπάσκετ και το μεγάλο κέρδος της δικής μου γενιάς, τουλάχιστον, είναι ότι έμειναν οι παρέες, οι φίλοι και η ανάμνηση των ξένοιαστων χρόνων», λέει ο Καλαμπάκος που δουλεύει στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας, από τη θέση του προπονητή και 15 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του ως παίκτης. «Ας μη γελιόμαστε. Τώρα, το μπάσκετ είναι πολύ διαφορετικό. Υπάρχει ο μάνατζερ, ο πατέρας που είναι και... μάνατζερ, ο παράγοντας που μπαίνει στον χώρο και δεν έχει την υπομονή να μείνει περισσότερο από 4-5 χρόνια γιατί προφανώς ψάχνει το γρήγορο κέρδος. Είναι βέβαια και δύσκολο να συντηρείται μια ομάδα στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας με προϋπολογισμό 300.000 ευρώ, αλλά αν όλα γίνονταν με μεγαλύτερο μεράκι και χωρίς να νιώθουν όλοι ότι χάνουν τον χρόνο τους και δεν κερδίζουν χρήματα, το επίπεδο και της Α2 κατηγορίας, θα ήταν καλύτερο. Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, αν επιστρέψουμε στην παραγωγική διαδικασία με το κόστος της υπομονής και της επιμονής που χρειάζεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου