Ο προπονητής μπάσκετ Βαγγέλης Αλεξανδρής αποτελεί απάντηση στους επικριτές μας. Ναι, ο αθλητισμός μπορεί και πρέπει να περνάει κοινωνικά μηνύματα και, ιδίως σε μία εποχή χαλεπή για τη χώρα μας, είναι αυτός που έχει υποχρέωση να σηκώσει ψηλά το επαναστατικό λάβαρο.
Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής είναι Θεσσαλονικιός και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το μπάσκετ ως παίκτης της Αναγέννησης Θεσσαλονίκης, στην οποία αγωνίστηκε για τέσσερα χρόνια, στον Άρη τα επόμενα δέκα, στον ΠΑΟΚ άλλα τέσσερα, ενώ σταμάτησε να αγωνίζεται στην ηλικία των 38, όταν δηλαδή βρισκόταν στον Ηρακλή, όπου πέρασε τις δύο τελευταίες σεζόν μια καριέρας που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και συμμετοχή σε όλες τις Εθνικές μας ομάδες επί 13 έτη. Εκεί του δόθηκε και το παρατσούκλι «τίγρης» για την «πολύ δυναμική του άμυνα».
Κρεμώντας τα παπούτσια του, δεν εγκατέλειψε το αγαπημένο του άθλημα, με το οποίο είναι σε καθημερινή τριβή, αφού έχει προπονήσει πολυάριθμες ομάδες, μεταξύ των οποίων το Μαρούσι και ο Άρης. Μ’ αυτές πέτυχε κάτι μοναδικό με βάση τα έως τώρα δεδομένα: να είναι ο μοναδικός Έλληνας προπονητής που έχει κατακτήσει δύο ευρωπαϊκούς τίτλους*. Παρά ταύτα, δεν χαίρει της εκτίμησης που θα ήθελε. «Στην Ιορδανία με σέβονται», λέει με τιμή, καμάρι και λογική ένδειξη πικρίας, διότι χιλιάδες μέτρα μακριά από τη γενέτειρά του, γνώρισε έναν πολιτισμό, όπου μετράει πρωτίστως η προσπάθεια, αυτή που του θύμισε τα χρόνια που πρωτάρχισε να ασχολείται με το μπάσκετ. Το… «να βάζεις έναν στόχο και να παλεύεις γι’ αυτόν» και, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να είσαι ικανοποιημένος, γιατί ξέρεις ότι έδωσες το 200% από τον εαυτό σου. Αυτή η προσπάθεια είναι που συνυπολογίζεται στην Άπω Ανατολή και, σε συνάρτηση με το καινούριο ρόστερ που είχε στη διάθεσή του ο Έλληνας κόουτς, καθιστά την έβδομη θέση με την Εθνική Ιορδανίας στο Πανασιατικό Πρωτάθλημα επιτυχία.
Τον συνάντησα στο αγαπημένο του café, όπου με περίμενε από νωρίς, αρκετά πριν το προκαθορισμένο μας ραντεβού. Προσιτός, ευγενικός και πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε μου ερώτηση. Επιλέξαμε κάποιο από τα έξω καθίσματα, διότι η εξαιρετική, κατά τα άλλα, μουσική δεν ευνοούσε τη συζήτηση εντός του καταστήματος. Στο τέλος, όταν το μαγνητόφωνο έκλεισε, μιλήσαμε κι άλλο και είπαμε πολλά. Δεν θα τα αποκαλύψω…
-Αρχικά, θα ήθελα να σας πάω πολλά χρόνια πίσω, όταν ήσαστε καλαθοσφαιριστής στην Αναγέννηση Θεσσαλονίκης, στον Άρη, στον Π.Α.Ο.Κ. και στον Ηρακλή. Τι θυμάστε και τι ξεχωρίζετε από εκείνα τα χρόνια, τόσο εντός όσο και εκτός αγωνιστικών χώρων;
Ήταν τελείως διαφορετικά τα χρόνια και όχι συγκρίσιμα με τα σημερινά, ως προς τη ζωή που κάναμε και τους κανόνες με τους οποίους εμείς ήμασταν αθλητές. Είχαμε δελτία, όχι συμβόλαια και ξέραμε ότι έπρεπε να συνεργαστούμε σωστά με τους συμπαίκτες μας για να λειτουργήσουμε. Ο κανόνας έλεγε: «πηγαίνεις σε μια ομάδα και πιθανόν κλείνεις την καριέρα σου σ’ αυτήν». Αυτό δεν ισχύει με τα σημερινά δεδομένα και οι αθλητές δεν δένονται με τις ομάδες και τον κόσμο. Ενδιαφέρονται για την προσωπική τους προβολή και απόδοση, με σκοπό ένα καλύτερο συμβόλαιο. Όσον αφορά τη ζωή, ήμασταν δεμένοι και κοντά ο ένας στον άλλον σε όλες τις ομάδες που αγωνίστηκα, γιατί βάζαμε έναν στόχο και παλεύαμε για να τον πετύχουμε.
-Έβγαιναν τα προς το ζην από το μπάσκετ;
Δυστυχώς όχι. Τότε η ενασχόληση με τον αθλητισμό, σε οποιοδήποτε επίπεδο, προϋπέθετε, για να ζήσεις, να έχεις και μία δεύτερη δουλειά. Δεν ήμασταν επαγγελματίες. Πληρωνόμασταν εν είδη οδοιπορικών ή βελτίωσης συσσιτίου. Αλλά και στις μέρες μας, ελάχιστοι αθλητές, μόνο των μεγάλων ομάδων, μπορούν να πουν ότι ζουν αποκλειστικά από τον αθλητισμό.
- Άλλαξε η κατάκτηση του Eurobasket ’87 από την Ελλάδα την πορεία του αθλήματος στη χώρα;
Οπωσδήποτε! Εκτός από την κατάκτηση του τροπαίου, βοήθησε και το γεγονός ότι διεξήχθη το τουρνουά στην Ελλάδα, σε μία περίοδο που χρειαζόταν ένα έναυσμα και ο αθλητισμός, αλλά και η κοινωνική ζωή της χώρας. Ήταν μία επιτυχία εθνική που ένωσε όλους τους Έλληνες.
-Μετέπειτα, πήρε η Θεσσαλονίκη τα πάνω της, με τον Π.Α.Ο.Κ. και τον Άρη που μεσουρανούσαν στην Ελλάδα και σταδιακά στην Ευρώπη. Τι συνέβη και, όπως λέγεται, κατέβηκε το μπάσκετ στην Αθήνα; Πώς καταλήξαμε από το δίπολο Άρης-Π.Α.Ο.Κ. στο δίπολο Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός;
Στη ζωή και στον αθλητισμό υπάρχουν κύκλοι. Η Θεσσαλονίκη δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία που είχε με τον Άρη και τον Π.Α.Ο.Κ. Δημιούργησε πολλά χρέη, δεν έκανε έγκαιρα μεγάλα γήπεδα και έτσι, όταν βρέθηκαν πραγματικά μεγάλοι επενδυτές στο Λεκανοπέδιο και χτίστηκαν το Ο.Α.Κ.Α. και το Σ.Ε.Φ., μεταφέρθηκαν όλοι οι μεγάλοι παίκτες εκεί, οι ομάδες της Αθήνας δυνάμωσαν και τα πρωτεία άλλαξαν.
-Έχει αλλάξει το μπάσκετ από το 1987 μέχρι σήμερα στον τρόπο με τον οποίο παίζεται και τα χαρακτηριστικά των αθλητών;
Σίγουρα. Άλλωστε, ό, τι μένει στάσιμο, πεθαίνει. Το μπάσκετ είναι ένα άθλημα κατ’ εξοχήν εξελίξιμο. Και οι κανονισμοί αλλάζουν και ο τρόπος εκγύμνασης έχει αλλάξει. Σήμερα, βλέπουμε υπεραθλητές. Κάνουν τα πάντα!
-Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός εμπιστεύονται πλέον Έλληνες προπονητές. Πιστεύετε ότι είστε αδικημένος που δεν είχατε κι εσείς μία αντίστοιχη ευκαιρία;
Αδικημένος όχι. Το να βρεθείς σε μία μεγάλη ομάδα είναι και θέμα συγκυριών ή τύχης. Και με τα δύο σωματεία έχω βρεθεί κοντά σε συμφωνία για να γίνω προπονητής, αλλά, για λόγους που δεν θα ήθελα να αναφέρω, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Εξάλλου, το γεγονός ότι έχω δουλέψει σε πάρα πολλές ομάδες είναι ιδιαίτερα τιμητικό. Δεν είναι αποκλειστικός μου στόχος να διεκδικώ τίτλους. Φυσικά δίνουν αίγλη, αλλά δουλεύοντας σε μία ομάδα, έστω μικρότερου βεληνεκούς, και πετυχαίνοντας τους στόχους της, παράλληλα με την πρόοδό της, έχω την ίδια ικανοποίηση.
-Οι εν λόγω ομάδες έχουν από πέρυσι στα ρόστερ τους και πολλούς νέους Έλληνες καλαθοσφαιριστές. Αυτό συμβαίνει ελέω οικονομικής κρίσης ή προϋπήρχε, έτσι κι αλλιώς, μία τάση προς αυτήν την κατεύθυνση;
Πιστεύω ότι είναι συνδυασμός. Η οικονομική κρίση γεννά ευκαιρίες για τα νέα παιδιά, διότι δεν βρίσκονται τα χρήματα για μεγάλες μετεγγραφές. Αλλά, από την άλλη πλευρά, υπήρξαν και παιδιά, με ταλέντο και προοπτικές εξέλιξης, που έπρεπε να πάρουν αυτή την ευκαιρία. Άλλωστε, το μέλλον της κοινωνίας και του αθλητισμού βρίσκεται στη νέα γενιά.
-Πώς εξηγείτε, όμως, το ότι η Εθνική Ελλάδας, ενώ απαρτίζεται στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της από παίκτες που αγωνίζονται σε αυτούς τους δύο συλλόγους, που τα πηγαίνουν εξαιρετικά κάθε χρόνο στην Ευρώπη, δεν πήγε καλά στο πρόσφατο Eurobasket;
Είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Έγινε κακή εκτίμηση των πραγμάτων και κακή στελέχωση της Εθνικής ομάδας. Δεν μπορείς να φέρνεις προπονητή που δεν είναι γνώστης της ελληνικής νοοτροπίας και πραγματικότητας. Φάνηκε αυτό από τον τρόπο που έκανε τις επιλογές και χρησιμοποίησε τους παίκτες. Χρειάζεται Έλληνας προπονητής που να γνωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις και την ελληνική νοοτροπία. Φέτος, ήταν η χειρότερη Εθνική σε θέμα νοοτροπίας, πράγμα που ήταν ορατό σε όσους γνωρίζουν από μπάσκετ και έβγαινε και στον αγωνιστικό χώρο. Προσωπικά, θα έβαζα ακόμη και τον (Ζέλικο) Ομπράντοβιτς ή τον (Ντούσαν) Ίβκοβιτς, που είναι καλοί προπονητές και, αν και ξένοι, έχουν δουλέψει χρόνια στην Ελλάδα.
-Πώς κρίνετε την επιλογή του Δημήτρη Διαμαντίδη να μην παίζει με την Εθνική;
Απολύτως λογική! Είναι ένα παιδί που δίνει γύρω στα 80 παιχνίδια τον χρόνο και θέλει να παρατείνει την καριέρα του ως αθλητής με την ομάδα του, ίσως για οικονομικούς λόγους ή ίσως γιατί τον ενδιαφέρει το ελληνικό πρωτάθλημα. Έτσι, άφησε χώρο στα νέα παιδιά. Δεν έκανε άσχημα!
-Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, υπάρχει και ο Τόνι Πάρκερ, που παίζει ΝΒΑ, αλλά φέτος ήταν στο Eurobasket και βοήθησε τα μάλλα τη Γαλλία να πάρει το τρόπαιο…
Συμφωνώ, αλλά σκέψου πως ο κάθε αθλητής κρίνει το καλύτερο για τον εαυτό του. Υπάρχουν και προσωπικοί λόγοι, που δεν μπορούμε να τους ξέρουμε και ίσως είναι πολύ σημαντικοί.
-Δίκαια πήρε η Γαλλία το Eurobasket;
Όποιος και να το έπαιρνε από τις ομάδες που έφτασαν στο τέλος, θα ήταν δίκαιο. Η Γαλλία έδειξε ότι το ήθελε περισσότερο απ’ όλους και, βλέποντας ότι είναι ευκαιρία, το κυνήγησε και δίκαια το πήρε.
-Πήγατε κι εσείς πολύ καλά φέτος. Έβδομη θέση με την Ιορδανία στο Πανασιατικό Πρωτάθλημα. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας;
Το ασιατικό μπάσκετ είναι σε εξέλιξη, αλλά η δυναμικότητά του σε σχέση με την Ευρώπη και την Αμερική είναι πίσω, κυρίως γιατί δεν έχει μεγάλα κορμιά. Οι παίκτες είναι πιο μικροκαμωμένοι, γι’ αυτό παίζουν διαφορετικά, με περισσότερη κίνηση και passing game. Οι ομάδες δεν είναι ανταγωνιστικές στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν μια πολύ μεγάλη εμπειρία. Έμεινα απόλυτα ευχαριστημένος κι εγώ και η Ομοσπονδία της Ιορδανίας, γιατί πήρα μία ομάδα τελείως άπειρη και σημειώσαμε μεγάλη πρόοδο, σε συνδυασμό με τα ενθαρρυντικά και καλά αποτελέσματα που είχαμε.
-Θα οδηγήσετε την Ιορδανία και στην επόμενη διοργάνωση;
Είμαι σε αναμονή. Έχει αλλάξει η ηγεσία της Ιορδανίας, βγήκε καινούριος πρόεδρος και δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί σε σώμα η Ομοσπονδία. Θα συζητήσω και ευελπιστώ να συμφωνήσουμε για ανανέωση της συνεργασίας μας.
-Υπάρχει διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στον ασιατικό χώρο του μπάσκετ και στον ελληνικό;
Υπάρχει σεβασμός. Και εκεί, όπως και εδώ, παλεύουν για τη νίκη, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Εκεί, γίνεται έντιμος αγώνας και στο τέλος ο ηττημένος επιβραβεύει τον νικητή. Και ο κόσμος είναι διαφορετικός. Είτε χάνεις είτε κερδίζεις, έχει κάτι καλό να πει για σένα, την προσπάθειά σου και τον τρόπο που έπαιξες. Μου έκανε επίσης εντύπωση, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλο πληθυσμό, όπως η Κίνα ή οι Φιλιππίνες, η τρομερή οργάνωση, στα πρότυπα του ΝΒΑ, και η πολύ μεγάλη αγάπη τους για το μπάσκετ.
-Πώς προέκυψε το προσωνύμιο «τίγρης»;
Αυτό μου δόθηκε όταν ήμουν νέος. Ήταν καθεστώς. Όποιος αγωνιζόταν στο ελληνικό πρωτάθλημα, μετέφερε και το παρατσούκλι που του έδινε η γειτονιά, οι φίλοι ή οι συμμαθητές. Εμένα με βάφτισαν έτσι στην Εθνική, γιατί ήμουν ιδιαίτερα δυναμικός στο μαρκάρισμα.
-Ποιον προπονητή θεωρείτε μέντορά σας;
Απ’ όλους κέρδισα κάτι. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ και πάντα θα μνημονεύω τον Φαίδωνα Ματθαίου.
-Ποια ήταν η σημαντικότερη στιγμή στην προπονητική σας καριέρα;
Είναι μεγάλη διαδρομή. Συνήθως μένεις στις επιτυχίες. Τους ευρωπαϊκούς μου τίτλους, για παράδειγμα, με τον Άρη και το Μαρούσι, δεν μπορώ να τους ξεχάσω, γιατί έφτασε η καριέρα μου στο απόγειο. Όμως, δεν μπορώ να μηδενίσω τις προσπάθειες που έχω κάνει, πετυχημένες ή μη, σε όλες τις ομάδες που δούλεψα. Για μένα, κάθε δουλειά είναι κι ένας νέος κύκλος ζωής. Όπου κι αν δούλεψα, το έκανα με πολύ μεγάλη αγάπη και παντού έχω αφήσει προσωπικά ή ομαδικά ρεκόρ.
-Πιστεύετε ότι έχει κλείσει ο κύκλος σας στην Α1;
Δεν νομίζω ότι έχει κλείσει. Απλά οι συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ. Τα χρήματα είναι ελάχιστα, οι απαιτήσεις μεγάλες, αλλά αυτό δεν με τρομάζει. Κυρίως, δεν υπάρχει ο σεβασμός που θα έπρεπε να έχει ένας άνθρωπος, όπως εγώ, που έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή παίζοντας και διδάσκοντας μπάσκετ. Είναι αυτό που με προβληματίζει. Σαφώς και υπάρχουν ακόμα προτάσεις και δεν αποκλείω τίποτα. Από τη στιγμή όμως που βγήκα και δούλεψα εκτός Ελλάδας, έχω ως προτεραιότητα το εξωτερικό. Δεν σου κρύβω ότι επειδή άφησα πολύ καλές εντυπώσεις στην Ασία, υπάρχει και το ενδεχόμενο να δουλέψω σε κάποιον σύλλογο εκεί.
-Θα σας ενδιέφερε η προοπτική της Εθνικής Ελλάδας;
Είμαι ρεαλιστής. Το βλέπω δύσκολο να με καλέσουν αυτήν την περίοδο. Υπάρχουν νέα παιδιά, με καριέρα, που μπορούν να οδηγήσουν την Εθνική ομάδα σωστά. Δεν θα ήμουν αρνητικός σε πόστο όπως αυτό του τεχνικού συμβούλου, αλλά σαν α΄ προπονητής το βλέπω δύσκολο. Με τίμησε πάντως μία ξένη χώρα και είναι προτεραιότητά μου να συνεχίσω εκεί.
-Πώς κρίνετε το ελληνικό μπάσκετ στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί;
Το ελληνικό πρωτάθλημα κάνει μία πολύ μεγάλη προσπάθεια να συντηρηθεί. Βέβαια, υπάρχει ανισότητα που δημιουργήθηκε από τη μη σωστή διαχείριση των οικονομικών της λίγκας. Δηλαδή, οι μεγάλες ομάδες, που παίρνουν τα περισσότερα λεφτά, έχουν και πολύ δυνατούς επιχειρηματίες, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα του πρωταθλήματος, καθώς αυξάνεται το χάσμα με τις μικρότερες ομάδες.
-Το γεγονός αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί;
Αν ήθελαν, θα το είχαν λύσει. Εγώ λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Από το 1999 φωνάζω για την κατάργηση της κεντρικής διαχείρισης των οικονομικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Από τη στιγμή που η κάθε ομάδα διαχειρίζεται μόνη τα οικονομικά της, είναι ευνόητο ότι οι πιο εμπορικές θα πάρουν τα περισσότερα χρήματα. Αυτό συμβαίνει με τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό και απορώ που τα υπόλοιπα σωματεία δεν συνεργάζονται, έτσι ώστε να καταθέσουν προτάσεις και να επιβάλλουν κανόνες. Ποτέ δεν θα γίνει ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα, αν δεν συμφωνήσουν όλες οι ομάδες σε κάποιους κανόνες, κυρίως για τα οικονομικά.
-Τι φταίει και ο Έλληνας δεν ασχολείται πλέον με το μπάσκετ, παρά το γεγονός ότι είναι ένα άθλημα, από το οποίο παίρνει σχεδόν σε μόνιμη βάση χαρές;
Αυτό δημιουργήθηκε προοδευτικά. Υπάρχει υπερπροβολή του ποδοσφαίρου απ’ όλα τα Μέσα, ενώ και η πολιτεία κατευθύνει προς αυτό. Το μπάσκετ είναι υπό διωγμόν. Και αν οι Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός δεν είχαν επενδυτές που να βάζουν χρήματα, με αποτέλεσμα τις επιτυχίες της Ελλάδας σε επίπεδο συλλόγων, θα είχαμε βρεθεί εκτός αγοράς. Και είναι άδικο αυτό για ένα άθλημα που έχει προσφέρει 30 περίπου τίτλους σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Γιατί δεν τυγχάνει της ανάλογης συμπαράστασης; Δεν βλέπω τον λόγο που επενδύονται τόσα πολλά χρήματα στο ποδόσφαιρο σε σχέση με το μπάσκετ.
-Υπάρχει ελπίδα για το μέλλον του ελληνικού αθλητισμού;
Είναι δύσκολο να προοδεύσει αυτήν την εποχή, γιατί έχει καταντήσει οικονομική επένδυση, χωρίς όμως επενδυτές. Οι λίγοι που υπάρχουν κινούνται στα πλαίσια της λογικής, ωστόσο ο αθλητισμός είναι κατά βάση στόχος και όραμα. Για να πετύχεις ένα όραμα, πρέπει να κάνεις την υπέρβαση. Να μην μπεις σε στενά οικονομικά όρια. Να σκέφτεσαι και λίγο παραπέρα. Να ρισκάρεις, αποβλέποντας σε μακροπρόθεσμα έσοδα, κάτι που δεν συμβαίνει.
-Μπορεί να συμβεί;
Χρειάζεται υπομονή. Βέβαια, έχουν συρρικνωθεί οικονομικά τα σωματεία, κυρίως του μπάσκετ, γιατί δεν έχουν έσοδα, ενώ και τα νέα παιδιά στρέφονται προς το ποδόσφαιρο που έχει μεγαλύτερη προβολή και μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη…
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βαγγέλη Αλεξανδρή για το χρόνο που μας αφιέρωσε και για την πολύ όμορφη συζήτηση που είχαμε.
*Κύπελλο Σαπόρτα με το Μαρούσι το 2001 και Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με τον Άρη το 2003.
Έγραψε ... ο Βασίλης Μαυρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου